φυλογενετικός

φυλογενετικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση (βλ. λ.): Φυλογενετικός νόμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλογενετικός — ή, ό, Ν 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση, που σχετίζεται με την εξελικτική ιστορία και τη γραμμή καταγωγής ενός είδους ή μιας ανώτερης ταξινομικής μονάδας, δηλαδή που περιγράφει τα στάδια τής εξελικτικής ιστορίας τών ομάδων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”